- καρχήσιο
- το (Α καρχήσιον και δωρ. τ. καρχάσιον)το άνω άκρο τού ιστού τών ιστιοφόρων πλοίωναρχ.1. είδος επιμήκους ποτηριού, κυπέλλου με δύο λαβές που εκτείνονταν από τα χείλη μέχρι τη βάση του, το οποίο αναφέρεται από πολλούς αρχαίους συγγραφείς ως αρχαιότατο ποτήρι, δώρο τού Διός στην Αλκμήνη2. κλειστός χώρος σε πολιορκητική μηχανή3. είδος γερανού για εκφόρτωση πλοίων4. (κατά τον Ησύχ.) «ἐργαλεῑον τεκτονικὸν δελτοειδές», δηλ. τρίγωνο εργαλείο που χρησιμοποιείται στην ξυλουργική.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή carchēsium (απ' όπου ισπ. carquesia, ιταλ. caluse > γαλλ. calcet «κατάρτι πλοίου»)].
Dictionary of Greek. 2013.